- ιοβόλοις
- ἰοβόλοιςἰ̱οβόλοις , ἰοβόλοςshooting arrows: masc /fem /neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἰοβόλοις — ἰ̱οβόλοις , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποκλείω — ΜΑ αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.) … Dictionary of Greek